- δεκάζω
- δεκάζωbribepres subj act 1st sgδεκάζωbribepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκάζω — δεκάζω, δέκασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δεκάζω — (AM δεκάζω) διαφθείρω με δώρα ή χρήματα (κυρίως δικαστές ή μάρτυρες για να κρίνουν και να μαρτυρήσουν παρά την αλήθεια και σύμφωνα με τα συμφέροντά μου) αρχ. υπόκειμαι σε δελεασμούς, παρασύρομαι από κάποια αδυναμία ή πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
δεκάζω — ασα, άστηκα, δεκασμένος, δωροδοκώ κάποιον με δώρα ή χρήματα, για να κάνει κάτι αντίθετο από το δίκαιο ή την αλήθεια: Προσπάθησαν να δεκάσουν τους μάρτυρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεδεκασμένων — δεκάζω bribe perf part mp fem gen pl δεκάζω bribe perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαζομένων — δεκάζω bribe pres part mp fem gen pl δεκάζω bribe pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαζόμενον — δεκάζω bribe pres part mp masc acc sg δεκάζω bribe pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαζόντων — δεκάζω bribe pres part act masc/neut gen pl δεκάζω bribe pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάζει — δεκάζω bribe pres ind mp 2nd sg δεκάζω bribe pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάζουσι — δεκάζω bribe pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δεκάζω bribe pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδέκαζον — δεκάζω bribe imperf ind act 3rd pl δεκάζω bribe imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)